- καταδουλώ
- καταδουλῶ, -όω (AM, Μ και καταδουλώνω) [κατάδουλος]υποδουλώνω, υποτάσσωμσν.1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο, σκλαβώνω2. κρατώ ως σκλάβο3. συγκρατώ4. (για ερωτικό πάθος) κάνω κάποιον δικό μου, υποχείριό μουαρχ.1. μτφ. υποδουλώνω τον νου2. καταστρέφω το πνεύμα3. (και μέσ.) καταδουλοῡμαι, -όομαικάνω κάποιον δούλο μου.
Dictionary of Greek. 2013.